παγάρχης

παγάρχης
παγάρχης, ὁ (Α)
διοικητής πάγου, κώμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος [ΙΙ] «κώμη» + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. στρατ-άρχης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παγάρχαι — παγάρχης magister pagi masc nom/voc pl παγάρχᾱͅ , παγάρχης magister pagi masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγαρχῶν — παγάρχης magister pagi masc gen pl παγαρχέω hold office of pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγάρχαις — παγάρχης magister pagi masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγαρχία — παγαρχία, ἡ (Α) [παγάρχης] 1. διοικητικό διαμέρισμα, περιφέρεια την οποία διοικούσε ο παγάρχης 2. η εξουσία, το αξίωμα τού παγάρχου …   Dictionary of Greek

  • παγαρχώ — παγαρχῶ, έω (Α) [παγάρχης] 1. είμαι παγάρχης*, ασκώ το αξίωμα τού παγάρχου 2. παθ. παγαρχοῡμαι, έομαι ανήκω στη δικαιοδοσία τού παγάρχου …   Dictionary of Greek

  • παγάρχας — παγάρχᾱς , παγάρχης magister pagi masc acc pl παγάρχᾱς , παγάρχης magister pagi masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγαρχος — πάγαρχος, ὁ (Α) παγάρχης*, διοικητής κώμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος [ΙΙ] «κώμη» + αρχος (< ἄρχω), πρβλ. ναύ αρχος] …   Dictionary of Greek

  • παγαρχικός — παγαρχικός, ή, όν (Α) [παγάρχης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παγάρχη …   Dictionary of Greek

  • παγάρχου — πάγαρχος masc gen sg παγάρχης magister pagi masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЕГИПЕТ — Развалины рим. базилики в Гермополе. V в. Развалины рим. базилики в Гермополе. V в. [Арабская Республика Египет (АРЕ); араб. ; копт. khme], гос во в сев. вост. части Африки и на Синайском п ове в Азии, к его территории также относятся неск.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”